Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Έλληνες και Τούρκοι

Κάθε γενίκευση για το πώς είναι οι Τούρκοι και οι Έλληνες είναι εξ ορισμού εσφαλμένη. H προσωπική εμπειρία έχει ανεκτίμητη αξία και ομολογώ ότι στέκομαι με σεβασμό και χωρίς διάθεση κριτικής απέναντι σε ανθρώπους με μνήμες που συχνά έχουν αποχρώσεις μίσους και οργής για όσα πέρασαν, απορροφώντας με ορθάνοιχτα αυτιά και ανυπομονησία το λόγο τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποτελεί τεκμήριο και περιγραφή της εμπειρίας όλων των μελών της ομάδας και ακόμη λιγότερο της αντικειμενικής πραγματικότητας (εάν υπάρχει κάτι τέτοιο).

Έλληνες και Τούρκοι, μπορεί να είναι όμοιοι και διαφορετικοί, όπως και όσο είμαστε όλοι, ακόμη και τρεις άνθρωποι σε ένα δωμάτιο. Αυτό όμως που μοιάζει σαν καθρέφτης ο ενός του άλλου, είναι οι εθνικισμοί των δύο χωρών. Είναι αξιοσημείωτο πώς, μετά από έναν αιώνα ανθρωπιστικών και οικονομικών καταστροφών, τραγωδιών και χαραμισμένων ζωών από κάθε πλευρά του Αιγαίου - ακριβώς εξαιτίας αυτών των εθνικισμών και με τα λόγια και τα έργα των πλειοδοτών τους - αυτοί παραμένουν ζωντανοί, δημόσια χρηματοδοτούμενοι και έτοιμοι να αναζωπυρωθούν. Όταν μάλιστα η σπίθα λαμπιρίζει και πάλι μέσα σε εποχές έντονης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αυτό δεν μοιάζει τυχαίο και αυθόρμητο.

Αναζητώντας τον επόμενο αποδιοπομπαίο τράγο και το δαίμονα που θα ενσωματώνει και θα επωμιστεί την οργή για όσα μας σέρνουν στην άβυσσο της κοινωνικής καταστροφής, η «κοινή γνώμη», σαν πυξίδα που ψάχνει ζαλισμένη τον βορρά, προσανατολίζεται από το μετανάστη και τον ξένο, στον Γερμανό «δυνάστη» και στον «παραδοσιακό» «τελετουργικό» εχθρό, Τούρκο.

Προϋπόθεση για την «επαναπροσέγγιση των λαών» είναι η αναζήτηση και αναγνώριση της αλήθειας. Ποιας αλήθειας όμως; Της «ιστορικής»; Εκείνης που γράφουν όσοι νικούν ή αλλάζουν κατά καιρούς όσοι εφήμερα επικρατούν;
Ίσως, ξεκινώντας ακριβώς από την αφήγηση των γεγονότων από όσους τα έζησαν. Όχι ως περιγραφή της τότε πραγματικότητας, αλλά ως την πρόσληψή της από τους τελευταίους. Με επίγνωση ότι η γενίκευση είναι εξ ορισμού ανακριβής και αλλοιωμένη από συναισθηματικά φορτία. Συνειδητοποιώντας όμως και ότι αυτή είναι αναμφισβήτητα μια πραγματικότητα που οι άνθρωποι βίωσαν στο πετσί τους μέσα από το συναισθηματικό τους κόσμο και την κατανόηση. Σαν ψηφίδες μπορούν να σχηματίσουν αδρές ή πιο ευκρινείς γραμμές της ιστορικής εικόνας. Ή καλύτερα, όσων θα βλέπαμε με τα δικά μας μάτια και καρδιά εάν είμασταν εκεί τη στιγμή των γεγονότων.

Η μονομερής ή αμοιβαία δολιοφθορά του φυσικού πλούτου στις δύο πλευρές του Αιγαίου αποτελεί ακόμη ένα επεισόδιο εθνικιστικού λόγου και δράσης. Η σημαντική στατιστική σχέση των πυρκαγιών με τον εκλογικό κύκλο στην Ελλάδα (οι πυρκαγιές σε αριθμό και καμμένες εκτάσεις εμφανίζουν κορυφώσεις-peak τις χρονιές με εκλογικές αναμετρήσεις) αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο για προβληματισμό. Ακόμα και αν η ανακίνηση του ζητήματος εμμέσως έχει σκοπό να προσανατολίσουμε τη μήνιν μας στους γείτονες (και αυτό μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία), αξίζει να απαιτήσουμε και να αναζητήσουμε την αλήθεια. Πόσο μάλλον όταν οι εξοπλισμοί μαζί με την εξωφρενικά εκτεταμένη φοροδιαφυγή αποτελούν, μετρήσιμα, βασικούς παράγοντες εκτίναξης του χρέους, αλλά και τους μόνους τομείς από τους οποίους δεν αναμένονται/υπολογίζονται δημοσιονομικά οφέλη, ακόμη και εν μέσω πλήρους δημοσιονομικής κατάρρευσης.

Ακριβώς σήμερα, που εκατομμύρια Έλληνες, έκοντες και άκοντες έρχονται κατάφατσα με την αυτογνωσία, είναι σημαντική ευκαιρία να ανασηκωθεί το πέπλο των μυστικών κονδυλίων και των ενεργειών, μη δημοκρατικών, αδιαφανών επιλογών μη εκλεγμένων ομάδων στο όνομα (σε βάρος;) του εθνικού συμφέροντος: δηλαδή του συμφέροντος όλων ημών και καθενός ξεχωριστά.***

* Διευθυντής του i-RED

** Περί προσωπικής εμπειρίας και αφηγήσεων: ο γράφων προέρχεται από οικογένειες προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και έχει ακούσει πολλές και διαφορετικές ιστορίες για Τούρκους και Έλληνες. Επιπλέον, κατά τη στρατιωτική του θητεία διαπίστωσε ιδίοις όμμασι ότι ο τότε κυρίαρχος λόγος περί παραβιάσεων του εναέριου χώρου δεν αντιστοιχούσε καθόλου στην πραγματικότητα.

*** το πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό άπτεται του κρίσιμου σημερινού ερωτήματος για το πώς ακριβώς θα (αν)οικοδομηθεί μια δημοκρατική κοινωνία στην Ελλάδα μέσα από ένα ομιχλώδες τοπίο με ερείπια και παλάτια-γιαπιά, και φυσικά είναι μια μεγάλη συζήτηση (που δεν γίνεται ή αποφεύγεται).

Προηγούμενα άρθρα του Μίλτου Παύλου